- παραβαπτίζω
- παραβαπτ-ίζω,A baptize without authority, Just.Nov.42.3.1.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παραβαπτίζω — ΜΑ βαπτίζω αντικανονικά, εκτελώ βάπτισμα παρά τις καθιερωμένες συνήθειες … Dictionary of Greek
παραβαπτίσαι — παραβαπτίζω baptize without authority aor inf act παραβαπτίσαῑ , παραβαπτίζω baptize without authority aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραβαπτίζειν — παραβαπτίζω baptize without authority pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαφτίζω — (AM βαπτίζω) 1. (για ιερέα) τελώ το μυστήριο του βαπτίσματος 2. βυθίζω σε νερό ή άλλο υγρό («βάφτισε ο παπάς τον σταυρό στη λεκάνη», «ὁ διάβολος βαπτίσας τὸν ἀκροατήν ὕπνῳ») μσν. νεοελλ. 1.βαφτίζω κάποιον ως ανάδοχος («αναδέχομαι εκ της… … Dictionary of Greek
παρ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση παρά. Απαντά και με τη μορφή παραι σε συνθ. τής Αρχαίας Ελληνικής (πρβλ. παραι βάτης). Το παρ(α) συντίθεται με ρήματα, ονόματα και επιρρήματα και εμφανίζει… … Dictionary of Greek
παραβάπτισμα — τὸ, ΜΑ [παραβαπτίζω] αντικανονικό βάπτισμα, όπως είναι το βάπτισμα που τελεί αιρετικός ιερέας … Dictionary of Greek
παραβαπτιστής — ὁ, Α [παραβαπτίζω] 1. αυτός που τελεί το βάπτισμα και το χρίσμα αντικανονικά 2. απατεώνας … Dictionary of Greek